Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2007

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ...

Αδέρφια καλημέρα. Μετά από αρκετό καιρό είμαι και πάλι μαζί σας. Σας παρακολουθώ, αλλά δεν μπορώ να ανανεώνω καθημερινά τη σελίδα λόγω φόρτου εργασίας. Θεωρώ πάντως πως είναι καλύτερα που μένει ένα κομμάτι αρκετές μέρες. Μου έχετε στείλει απίστευτες φοτό από το καλοκαίρι και θα τις δείτε λίαν συντόμως. Όπως κι αυτές από το θέατρο των πιτσιρικάδων που είναι απίστευτες. Προς το παρών όμως σας μεταφέρω μια ιστορία που μου έστειλε κάποιος κυπαρισσιώτης, το όνομα του οποίου δεν θα αποκαλύψω και την οποία θεώρησα καταπληκτική. Απολαύστε την και περιμένω τα σχόλια σας, αλλά και το ποιος πιστεύετε πως μπορεί να την έγραψε… Όσο για τη φοτό που επέλεξα νομίζω πως ΟΤΑΝ ΜΙΛΑΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Η ΝΕΑ ΓΕΝΙΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΒΟΥΛΩΝΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΑΚΟΥΕΙ!!!


(Όλα τα πρόσωπα και τα ονόματα που χρησιμοποιούνται στο διήγημα είναι φανταστικά και οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα και ονόματα είναι τυχαία. Αν παρ όλα αυτά κάποιος βρει ομοιότητες με το όνομά του και παρεξηγηθεί με το περιεχόμενο του διηγήματος, είναι κομπλεξικός)

Α ΜΕΡΟΣ

Έτος 2018. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου έχει ανεβάσει τη θερμοκρασία της γης κατά 3 βαθμούς Κελσίου με αποτέλεσμα να ανέβει η στάθμη της θάλασσας κατά 5 μέτρα από το λιώσιμο των πάγων των Πόλων. Η αλόγιστη καταστροφή του περιβάλλοντος από τον άνθρωπό έχει φτάσει τον πλανήτη σε οριακό σημείο, έτσι αυτός εκδικείται. Οι παραθαλάσσιες πόλεις έχουν σχεδόν καλυφθεί εξ ολοκλήρου με νερό, ενώ η ατμοσφαιρική μόλυνση και η υπερβολική ζέστη έχουν κάνει ανυπόφορη τη ζωή στις όποιες πόλεις, ή κομμάτια πόλεων, μπορεί να συνεχίσει κάποιος να ζει. Η έκταση της Ελλάδας μειώθηκε κατά 35%, ενώ πολλά νησιά εξαφανίστηκαν. Με την πλανητική αυτή αλλαγή, αυξήθηκαν οι πόλεμοι για τη διεκδίκηση της γης που έμεινε πια για να φιλοξενήσει την ανθρωπότητα, ενώ νέες ασθένειες δημιουργήθηκαν από τη χρήση βιολογικών και χημικών όπλων.
Φυσική συνέπεια αυτής της καταστροφής, ήταν να επιστρέψουν οι άνθρωποι στις ορεινές περιοχές, ενώ πολλά μικρά, ακόμη και ερημωμένα χωριά, απέκτησαν ζωή, κυρίως αυτά που διέθεταν πόσιμο νερό.
Η Ελλάδα είναι από τις χώρες που δεν άγγιξε ο πόλεμος, καθώς πλέον είναι ακόμα πιο μικρή, φτωχή και ασήμαντη και οι ‘πρόσφυγες του κλίματος’ του εξωτερικού δεν την επιλέγουν. Ο πληθυσμός που μπορεί να φιλοξενήσει η Αθήνα είναι πια μόλις 1,5 εκατομμύρια, ενώ η Θεσσαλονίκη έχει μόνιμους κατοίκους μόλις 200.000 ανθρώπους. Έγινε έτσι πραγματικότητα η αποκέντρωση που τόσο συζητιόταν, εντελώς επιφανειακά βέβαια, τόσα χρόνια, αν και κάτω από τις χειρότερες συνθήκες και όχι για καλύτερη διαβίωση. Η τραγική ειρωνεία της ζωής. Αν οι περισσότεροι άνθρωποι παρατούσαν τις μεγαλουπόλεις και πήγαιναν στην επαρχία 20 χρόνια πριν, ο πλανήτης θα γιατρευόταν και θα ζούσαν όλοι καλύτερα και με περισσότερη υγεία. Τώρα αναγκάζονται να το κάνουν, έχοντας χάσει τις περιουσίες τους, έχοντας γίνει ένα είδος νομάδων, ειδικά αυτοί που δεν είχαν καταγωγή, σπίτια ή χωράφια σε κάποιο χωριό.

Κυπαρίσσι 2018. Ένα μικρό χωριό στα βουνά των Γρεβενών, αλλά με μεγάλη ιστορία. Ένας παράδεισος μέσα στην κόλαση της πλανητικής καταστροφής. Οι περιβαλλοντολογικές αλλαγές έχουν αναγκάσει σχεδόν όλους τους που ζούσαν σε άλλες πόλεις να γυρίσουν για μόνιμη κατοίκηση στο χωριό. Ο πληθυσμός έτσι έφτασε στα 1000 περίπου άτομα. Αντίθετα με τη γενική παγκόσμια κατάσταση, το Κυπαρίσσι αναπτύχθηκε από την αλλαγή αυτή και η διαβίωση των ανθρώπων έγινε ποιοτική, σίγουρα καλύτερη από την ‘προηγούμενη ζωή’ τους στις μεγαλουπόλεις. Πολλά παλιά σπίτια ανακαινίστηκαν, το παλιό σχολείο άρχισε να λειτουργεί με 200 περίπου παιδιά όλων των τάξεων, το γήπεδο ξαναφτιάχτηκε με χόρτο και κερκίδες. Τα κύρια επαγγέλματα που ακολούθησαν οι κάτοικοι είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία, με τα βιολογικά προϊόντα που παράγονται να εξάγονται σε όλο τον κόσμο και να φέρνουν αρκετό πλούτο, κάνοντας ευκατάστατους όλους τους κατοίκους του χωριού. Ιδίως η φάρμα με τα πουλερικά του Διονύση και τα κρέατα της Μαρίνας, έχουν γίνει παγκοσμίως γνωστά. Στο χωριό έχει αναπτυχθεί ένα εκπληκτικό σύστημα, στα πρότυπα του αρχαίου κόσμου, με τους κατοίκους να μην ανταλλάσσουν χρήματα μεταξύ τους, αλλά προϊόντα και υπηρεσίες. Μόνο στο καφενείο του χωριού η Φρειδερίκη ζητάει χρήματα. ‘Που ξέρω εγώ, αν λιώσει κι άλλος πάγος στους πόλους και δεν πλημμυρίσει το Κυπαρίσσι, να μην έχω λεφτά να ανοίξω καφενείο σε τίποτα Ιμαλάια;’ λέει συχνά. Μέσα στην ανασφάλειά της αυτή το μόνο που την παρηγορεί είναι πως αν έρθει το νερό στο Κυπαρίσσι μπορεί να γίνει παραθαλάσσιο τουριστικό θέρετρο και έτσι θα βγάζει λεφτά και από τους τουρίστες.

Ήρθε η ώρα να γνωρίσουμε τους ήρωες της ιστορίας. Πρόεδρος του χωριού είναι ο Γιάννης Ευαγγελόπουλος, ο οποίος εκλέχτηκε παμψηφεί, όχι μόνο επειδή είναι καλός, αλλά γιατί κανένας άλλος δεν ήθελε να βάλει υποψήφιος, με το σκεπτικό πως αν εκλεχτεί και έχει το Γιάννη αντιπολίτευση, θα βαριόταν να τον ακούει. Έχει κάνει ήδη αρκετό έργο (αν και είναι πάντα υπερβολικός), ενώ η πρώτη ενέργειά του μόλις εκλέχτηκε ήταν να κατεβάσει τις (άλλες 2) σημαίες από την πλατεία. Έχει γράψει ήδη 3 βιβλία με κεντρικό θέμα το τζόγο, που έχουν γίνει επιτυχία παγκοσμίως και έχει ανακηρυχτεί από το αμερικάνικο ‘Reader’s Review’ ως ο Γραφικότερος Συγγραφέας της Δεκαετίας. Τον ανεφοδιασμό του χωριού έχει αναλάβει ο Δημήτρης Γιοβάνης, που έχει αγοράσει 5 νταλίκες με τα λεφτά που κέρδισε από την ποιητική συλλογή του με τίτλο ‘Είμαι πιο γραφικός και από το Κυπαρίσσι’ που έκανε το Κυπαρίσσι γνωστό σε κάθε γωνιά της γης (όσες έχουν απομείνει δηλαδή). Έχει πάρει για συνεργάτες την ξαδέρφη Αλεξία και τον άντρα της Ακίμ, που το παιδάκι τους Ακίμ Τζούνιορ πηγαίνει στο σχολείο και έχει μάθει άπταιστα ελληνικά. Καθημερινότητα έχουν γίνει οι καβγάδες του μικρού Ακίμ με τη μάνα του, καθώς αυτός θέλει να γίνει πορνοστάρ όταν μεγαλώσει (έχοντας και ανάλογα προσόντα βέβαια), ενώ η Αλεξία θέλει να τον κάνει δικηγόρο. Ο Δημήτρης άφησε πάντως να διαρρεύσει πως ο πατέρας Ακίμ προτιμάει το πρώτο. Οδηγό νταλίκας αλλά και συμμέτοχο ο Δημήτρης έχει το Βασιλάκη το Μακεδόνα, που αναγκάστηκε να τον πάρει στη δουλειά γιατί του είχε γρατσουνίσει το αμάξι πριν χρόνια. Ο Βασιλάκης είχε πριν χρόνια πουλήσει στα κρυφά τη συλλογή των δίσκων Deep Purple του πατέρα του, βγάζοντας πολλά λεφτά, όμως έμεινε μπατίρης καθώς τα έφαγε όλα στις πουτάνες πολυτελείας. Τον πήρε όμως ο Δημήτρης μαζί του και τον έκανε άνθρωπο. Ανάλογη πορεία με το Δημήτρη έχει ακολουθήσει και ο ξάδερφός Αλέκος Πυραυλάκιας, όμως από αέρος. Με συνεργασία του προέδρου έφτιαξε ελικοδρόμιο, έχοντας 2 πυραυλοκίνητα ελικόπτερα τελευταίας τεχνολογίας τα οποία εξυπηρετούν τους χωριανούς και τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής στις μετακινήσεις. Συνεργάζεται με τη Χριστίνα, αδερφή της Αλεξίας, που ήταν Αεροσυνοδός πριν την καταστροφή της Θεσσαλονίκης. Υπάρχει ένας κανόνας στην εταιρία του Αλέξη, που οι χωριανοί δεν κατάλαβαν. Τα κορίτσια 16-18 χρονών πετάνε δωρεάν, ενώ τους παρέχονται δωρεάν μαθήματα πιλοταρίσματος. Αυτοί που ξέρουν όμως, αναγνωρίζουν την αδυναμία του Πυραυλάκια στις ηλικίες αυτές, πολλά παιδιά μάλιστα της περιοχής που γεννήθηκαν από νεαρές, άγαμες μητέρες, του μοιάζουν τρομερά. Πολλά παιδάκια, μεγαλύτερης ηλικίας μαμάδων όμως, μοιάζουν στο Γερμανό. Ο Γερμανός αν και δεν κινδύνευε από την καταστροφή στο Κίντσεσλαου, προτίμησε να γυρίσει στην Ελλάδα για να είναι με τα φιλαράκια του. Πούλησε έτσι τις μετοχές του στη Wurt παίρνοντας ένα αμύθητο ποσό. Τώρα λοιπόν κάθεται στο Κυπαρίσσι χωρίς να εργάζεται και είναι ένας από τους 3 Τεμπέληδες, έχοντας στη συλλογή του 7 Mercedes. Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες όμως λένε πως (για ψυχαγωγικούς λογούς φαντάζομαι) συμμετέχει ως παραγωγός σε γερμανικές ταινίες πορνό, γράφοντας μάλιστα το σενάριο. Αυτός είναι μάλιστα που παρακινεί και ξεσηκώνει το μικρό Ακίμ (σύμφωνα με τις φήμες πάντα).
Οι άλλοι 2 Τεμπέληδες, είναι ο Τζόε και ο Θανάσης Μαϊντανός. Πρόεδροι της ομάδας ποδοσφαίρου του Κυπαρισσίου, πρώην πρόεδροι του Πυρσού Γρεβενών, βρέθηκαν από το πουθενά με πολλά λεφτά, τα οποία επένδυσαν στην ομάδα. Έτσι ανέβηκε στην πρώτη εθνική, οδηγούμενη από το μεγάλο αστέρι Λάζαρο Χριστοδουλόπουλο (έπρεπε να μπει κι αυτός στην ιστορία, θα κρεμούσε μούτρα). Όλοι ξέρουν όμως πως τα λεφτά τα βρήκαν στήνοντας αγώνες του Πυρσού και τώρα φήμες (μάλλον αληθινές) λένε πως στήνουν αγώνες της ΑΕ Κυπαρισσίου. Έχουν πλέον μεγάλη περιουσία και έχουν ιδρύσει το Παγκόσμιο Τουρνουά Βίδας που λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στο Κυπαρίσσι τα τελευταία 10 χρόνια, έχοντας μάλιστα οι ίδιοι 8 κατακτήσεις. Ο Τζόε είναι ένας από τους πιο περιζήτητους γαμπρούς της περιοχής, με τη λάτιν εμφάνισή του και την ακαταμάχητη ατάκα ‘που ΄σαι κούκλα μου’ , στην οποία δύσκολα κάποια γυναίκα μπορεί να αντισταθεί. Είναι εργένης, καθώς η ισπανίδια γυναίκα του Ντίνα Θεία Κέρβερος είναι κλεισμένη σε ψυχιατρείο. Όλοι όμως ξέρουν πως είναι καλά, αλλά ο διαπλεκόμενος Τζόε έδωσε στους γιατρούς 3 στημένα ματς για λάθος γνωμάτευση, για να γλυτώσει από την καταπίεση. Ο Μαιντανός είναι χήρος, καθώς έχασε τη γυναίκα του Αλεξία και τα 7 παιδιά τους που πέθαναν από δηλητηριασμένα Πακοτίνια.
Την ψυχαγωγία του χωριού αναλαμβάνει πολλές βραδιές ο Όρκας, παγκοσμίως γνωστός μουσικός με το τραγούδι του ‘Κυπαρίσσι blues, γαμιούνται οι Δυτικές Συνοικίες’ . Συνήθως λείπει για παγκόσμια περιοδεία, ενώ από το πολύ φαί έχει γίνει 140 κιλά. Πολλές φορές χάνεται για μήνες, καθώς τρώει κολλήματα με γυναίκες που γνωρίζει στις περιοδείες. Αλλά έχει κι άλλους καλλιτέχνες το χωριό. Ο Κώστας Νίντζα έχει γκαλερί με γλυπτά που μετά την έκθεσή του στο Παρίσι με τίτλο ‘Η κραυγή ενός Κυπαρισσιώτη Νίντζα’ έχει γίνει περιζήτητος. Ο Βασίλης Τερατομάχος είναι ίσως ο γνωστότερος φωτογράφος της εποχής, έχοντας πάρει βραβείο Νόμπελ για τη συγκλονιστική φωτογραφία του ‘Το βλέμμα της γίδας καθώς τη βατεύει ένας Γκαβανάς΄ που έχει κάνει το γύρο του κόσμου μέσω του National Geographic. Είναι επίσης κριτικός κινηματογράφου, ενώ έχουν γίνει θρυλικές οι εκκεντρικές κομμώσεις του ‘Μαύρα κοράκια, άσπρα κοράκια’ και ‘Θείτσα’, που πολλά νεαρά άτομα μιμούνται. Η μπλε μπλούζα Adidas Teratomahos που λανσάρει έχει κάνει εκατομμύρια πωλήσεις. Η αδερφή του Τερατομάχου, Σοφία, έχει διοριστεί καθηγήτρια στο Μέγαρο Γρεβενών, έχοντας αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών του χωριού αυτού με προβλήματα ομιλίας (σχεδόν όλων δηλαδή).
Τη νομική εκπροσώπηση του χωριού έχει αναλάβει η δικηγόρος Βικτώρια, γνωστή για τις μεγάλες της νίκες σε δικαστικό επίπεδο, αλλά και για την κακή της οδήγηση, έχοντας αλλάξει 3 αυτοκίνητα, ενώ έχει πληρώσει 135 κλήσεις. Είναι ξαδέρφη του Τερατομάχου, ενώ ο DJ άντρας της την παράτησε για να παντρευτεί με άντρα στη Ρωσία (η Ολλανδία πλέον δεν υπάρχει καθώς καλύφθηκε από τα νερά).
Τη μεγαλύτερη γεωργική μονάδα της περιοχής έχει αναλάβει ο αδερφός του Γιάννη, Γιώργος Spawn. Πούλησε τη μεγάλη συλλογή του με Comics για ένα αμύθητο ποσό και πλέον έχει αποσυρθεί στο Κυπαρίσσι, ασχολούμενος με τα φυτά του. Είναι λίγο αντικοινωνικός και δεν πολυβγαίνει με τα άλλα παιδιά του χωριού, καθώς βαριέται να ακούει συνέχεια να συζητάνε τις ίδιες φάσεις. Τα φυτά του είναι τα καλύτερα της περιοχής, καθώς ο αδερφός του αποκάλυψε πως κάθε βράδυ τους διαβάζει comics, ενώ πολλές φορές ανεβαίνει στην ταράτσα του σπιτιού του με μπέρτα και φωνάζει ‘είμαι ο ανίκητος Spawn!’. Όσον αφορά την κτηνοτροφία, οι Κώστας, Μίλτος και Ευγενία, διαθέτουν υποτίθεται μονάδα με χιλιάδες ζώα, που όμως δεν γίνονται αισθητά από τους χωριανούς και όλοι απορούν που τα έχουν. Η φήμη για το θέμα αυτό είναι η εξής. Η Ευγενία πήρε μεταγραφή στην Αμερική, στη γυναικεία ποδοσφαιρική ομάδα της Νέας Υόρκης, η ακριβότερη μεταγραφή στην ιστορία της Αμερικής, ξεπερνώντας αυτή του David Beckam. Εκεί η Ευγενία αγόρασε μετοχές του Mc Donalds με τα λεφτά της μεταγραφής, και έμαθε ότι τα κρέατα που χρησιμοποιούν είναι κρεατόμαζα, δηλαδή όχι από πραγματικά ζώα, αλλά από κάτι σαν ζώο, που καλλιεργείται στο εργαστήριο έχοντας χόντρους αντί για κόκαλο και χωρίς κεφάλι και πόδια, που ταΐζεται από ορμόνες. Η Ευγενία έφερε αυτή τη μέθοδο στην Ελλάδα (μετά το τέλος της καριέρας της) και λένε πως την εφαρμόζει. Κάτι που είναι μάλλον αλήθεια καθώς η μάνα της Μαρίνα, την αποκλήρωσε και διατηρεί τη δική της κτηνοτροφική μονάδα με τα περιζήτητα βιολογικά κρέατα.
Η δασκάλα του χωριού είναι η όμορφη Ουρανίτσα. Είναι πολύ αγαπητή από όλα τα παιδιά του χωριού, έτσι δεν την κοροϊδεύει κανείς για το ελάττωμα της. Το ξύλινο πόδι της. Ήταν πριν κάποια χρόνια, ομαδάρχισσα κατασκήνωσης στη Χαλκιδική (που δεν υπάρχει πια) όπου προσπαθώντας να σώσει ένα παιδάκι που είχε ξανοιχτεί, από τα δόντια ενός καρχαρία, αυτός της έφαγε το πόδι. Γρήγορα όμως αυτή το ξεπέρασε, ενώ ακόμη και έτσι έχει κατακτήσεις.
Το μαύρο πρόβατο του χωριού είναι ο Μπίλης, αδελφός του Νίντζα. Όλοι τον θυμούνται από την εποχή που ήταν χάκερ και μπήκε στα αρχεία του Πενταγώνου της Αμερικής. Συνελήφθη και πέρασε 10 χρόνια στη φυλακή. Μόλις έγινε πρόεδρος του Κυπαρισσίου ο Γιάννης, συγκεντρώθηκε το τεράστιο ποσό της εγγύησης του από τους χωριανούς και έτσι βγήκε από τη φυλακή. Στα χρόνια που πέρασε όμως στη φυλακή, με αυτά που του κάνανε εκεί, έγινε γκέι, έτσι μόλις βγήκε πήγε στον φίλο του Νίκο Κώττα που τον περίμενε και του έκανε πρόταση γάμου. Ο Νίκος στην αρχή αρνήθηκε, καθώς ήταν φυσιολογικός άντρας, αλλά ένα βράδυ που ήταν και οι δύο στα κέφια, συνευρέθηκαν σεξουαλικά και τους άρεσε, έτσι από τότε ζούνε απομονωμένοι στην παλιά βίλα του Παπαθανάση, έξω από το χωριό, έχοντας μαζί τους και τη γνωστή εκκεντρική ηθοποιό Μάχη, αποτελώντας τη γνωστή Κλίκα. Ο Μπίλης επιβίωνει πουλώντας κλεμμένα προγράμματα υπολογιστών, ενώ ο Νίκος έχει πιο εύκολη δουλεία, καθώς πουλάει σε κουτσομπολίστικα περιοδικά και εκπομπές αποκαλυπτικές φωτογραφίες των διάσημων Κυπαρισσιωτών, όπως πχ. το διάσημο Τερατομάχο να παίζει ψείρες με τα μικρά του χωριού. Η Μάχη εγκατέλειψε την ηθοποιία στο ζενίθ της καριέρας της, καθώς βγήκαν στη φόρα παλιές ταινίες πορνό που πρωταγωνιστούσε παλιότερα και έγινε σκάνδαλο στα ΜΜΕ. Η Μάχη ποτέ δεν θα μάθαινε πως ο Μπίλης έδωσε τις κασέτες στα κανάλια, για να την αναγκάσει να αποσυρθεί και να πάει να του κάνει παρέα στο Κυπαρίσσι.
Κανείς στο χωριό δε θα ξεχάσει το Νίκο Χριστοδουλόπουλο. Η ιστορία του είναι γνωστή. Εργαζόταν σε μια αποθήκη φαρμάκων και μια μέρα που δεν είχε καθόλου δουλειά, καθόταν στην αυλή της αποθήκης ανακατεύοντας ληγμένα φάρμακα που ήταν να τα πετάξει, έτσι, για να περάσει η ώρα. Κάποια στιγμή πήγε για κατούρημα και ένας γνωστός γέρος της γειτονιάς, που είχε γίνει φιλαράκι με τα το Νίκο, πέρασε να του πει γεια. Ο γέρος ήταν στα τελευταία του καθώς έπασχε από καρκίνο και η γνώση του επικείμενου θανάτου του τον έκανε να το ρίξει στο ποτό. Μεθυσμένος όπως ήταν, είδε το μείγμα των φαρμάκων του Νίκου και το νόμισε για κοκτέηλ, έτσι το ήπιε. Και σε 15 μέρες ως εκ θαύματος, ο καρκίνος θεραπεύτηκε! Ο Νίκος μόλις το έμαθε ορκίστηκε να σώσει τον κόσμο από την ασθένεια αυτή και άρχισε κινήσεις για να διαδώσει το φάρμακο. Η CIA όμως το έμαθε αυτό και καθώς η παγκόσμια ελίτ θέλησε το φάρμακο για τους ‘δικούς’ της μόνο και θέλοντας να αποτρέψει τον υπερπληθυσμό που θα προκαλούσε η θεραπεία του καρκίνου, αλλά και για να προστατέψει τα καρτέλ φαρμάκων που πλουτίζουν από τις χημειοθεραπείες, ένα βράδυ έστειλε πράκτορες που σκότωσαν το Νίκο και έκλεψαν το φάρμακο. Κανείς δε θα ξεχάσει στο χωριό τη συγκλονιστική στιγμή που ο αδερφός του Λάζαρος, κατά τον τελευταίο ασπασμό, του είπε ‘Θα πω πρώτη φορά αυτό που πραγματικά πιστεύω. Ήξερες καλύτερη μπάλα από εμένα…’.

Πολλά ακόμα αξιόλογα άτομα ζούνε στο Κυπαρίσσι, αναφέρθηκαν ενδεικτικά κάποιοι που θα πρωταγωνιστήσουν στα γεγονότα που ακολουθούν, τα οποία κανείς από τους ήρωες μας δε θα μπορούσε καν να τα φανταστεί.


Β ΜΕΡΟΣ

Ήταν μια ακόμη χαλαρή καλοκαιρινή νύχτα στο Κυπαρίσσι. Η παρέα συγκεντρώθηκε στην πισίνα δίπλα στην παιδική χαρά για να δροσιστούν από τις ζεστές νύχτες που ήταν δύσκολο ακόμα και μετά από τόσο καιρό να τις συνηθίσουν στο χωριό. Παράπλευρα της πισίνας μια τεράστια επιγραφή έγραφε ‘χτίστηκε επί προεδρίας Ιωάννη Χ. Ευαγγελόπουλου’. Κλασσικός καραγκιόζης.
Η πανσέληνος έριχνε το μόνο φώς που υπήρχε τριγύρω και το τραγούδι των τριζονιών συνόδευε ο Όρκας με την ακουστική του κιθάρα. Ο Κώστας Νίντζα χάζευε το μπικίνι της Ουρανίτσας, το πάθος του για τις γυναίκες ήταν το μόνο που δεν κατάφερε η εκπαίδευσή του να περιορίσει, ενώ ο Τζόε ρουφούσε τις τελευταίες σταγόνες της 8ης για σήμερα Coca Cola. Τη γενική ονειροπόληση έσπασε ο Δημήτρης.
- Πάμε για τσίπουρα αύριο πρωί στο καφενείο;
- Σταμάτα ρε με τα τσίπουρα, μόνο αυτό σε ενδιαφέρει; του ανταπέδωσε ο Πύραυλος.
- Ε, από τότε που έκλεισε το bloq, όταν δεν έχω ταξίδι με τη νταλίκα, βαριέμαι, δεν έχω τι να κάνω. Εσύ ρε μαλάκα έχεις κανένα πρόβλημα;
- Α, τα μάθατε για το Στούπα; Είπε ο Μαιντανός, διακόπτοντας πιθανό καβγαδάκι.
- Ποιόν, έναν παλιό παπάρα δήμαρχο από τις Εκκλησιές;
- Ναι, ναι.
- Όχι, τι έγινε;
- Καλά ρε που ζείτε. Χτες το βράδυ βράδυ βγήκε για βόλτα μόνος του κοντά στο σπίτι του και του επιτέθηκε λύκος και τον έφαγε, τον ξέσκισε κανονικά!
- Ε, άμα τα λες για να με τρομάξεις γαμιέσαι, φώναξε ο Όρκας παγώνοντας το χέρι του πάνω σε μια συγχορδία. Είναι γνωστή η φοβία του για τα άγρια ζώα, αλλά περισσότερο για τους Λυκάνθρωπους.
- Όχι ρε βλάκα, αλήθεια. Αφού ξέρετε ρε, από τότε που ανέβηκε η θερμοκρασία και μετατοπίστηκε για λίγο ο πόλος της γης, τα άγρια ζώα έχουν αφηνιάσει. Κάθε μέρα ακούμε πως τρώνε γαιδάρους, πρόβατα και κότες, αλλά άνθρωπο πρώτη φορά τρώνε, τουλάχιστον στην περιοχή μας.
- Πλάκα πλάκα δεν είναι για γέλια η κατάσταση, πρέπει να προσέχουμε, είπε ο Spawn. Καλύτερα να μην απομακρύνεται κανένας μόνος του τα βράδια, και καλό είναι να έχουμε μαζί μας τα φωτόσπαθα.
- Μόνο εσύ και ο Νίντζα έχετε φωτόσπαθα ψωνάρες, οι υπόλοιποι έχουμε καραμπίνες. Βλάκα! Φώναξε ο Γιάννης, που δεν έχανε τέτοιες ευκαιρίες.
- Γιάννη πότε θα κάνεις τουαλέτες ρε στην πισίνα, τον διέκοψε ο Τζόε. Μόνο το Θωμά για τις μπασκέτες ήξερες να λες.
- Πάνε ρε να κατουρήσεις πίσω από τα δέντρα. Θες και τουαλέτες, χωριάτη! Απάντησε ο Γιάννης.
Και φυσικά αυτό έκανε ο Τζόε, που από τις πολλές Κοκα Κόλες κόντευε να σκάσει η φούσκα του. Βγήκε βαριεστημένος από την πισίνα και πήγε στο γνωστό σημείο που κατουρούσε πάντα.
Και τότε το είδε. Ένα θρόισμα στα φύλλα τον έκανε να στέψει το βλέμμα αριστερά του, κάνοντας τον να παγώσει, εκτός από το χέρι του που τρέμοντας έκανε το κατούρι να πηγαίνει κυματιστά. Δυο πύρινα μάτια, σαν φλόγες της κόλασης, τον κοιτούσαν μέσα από τη φυλλωσιά. Και το βλέμμα δεν του φάνηκε καθόλου φιλικό. Η πρώτη αντίδρασή του ήταν να βγάλει ένα ουρλιαχτό και η δεύτερη να αρχίσει να τρέχει πανικόβλητος, μαζεύοντας παράλληλα το κόκκινο μαγιό του, ενώ ένας πίδακας ούρων συνέχιζε να πετάγεται από το τσουτσούνι του.
- Τι κάνει αυτός ο χαζός; Είπε ο Γερμανός. Τι έπαθες ρε;
Και τότε το είδαν όλοι. Δε χωρούσε αμφιβολία. Μέσα από τα δέντρα ξεπρόβαλλε ένα πλάσμα, που μέχρι τότε μόνο στις ταινίες είχαν δει. Κι όμως, δεν ήταν μαζική παραίσθηση. Ήταν ένα πλάσμα σαν όρθιο ζώο, λύκος, αλλά με ύψος κάπου στα 2 μέτρα με καμπούρα. Ήταν ένας Λυκάνθρωπος! Τη στιγμιαία παγωμάρα του φόβου ακολούθησε πανικός. Όλοι πετάχτηκαν από την πισίνα και άρχισαν να τρέχουν προς το χωριό. Το τέρας δεν έκανε καμία κίνηση προς τα πάνω τους, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία. Η τρομάρα ήταν τέτοια που κανένας δεν πρόσεξε πως το κάτω μέρος το μαγιό της Βικτώριας πιάστηκε από ένα κλαδί και έτρεχε γυμνή. Ούτε καν ο Τζημάκος ο σαλιάρης. Η Ουρανίτσα σκόνταψε στην προσπάθειά της να τρέξει, καθώς το ξύλινο πόδι της δεν την βοηθούσε, όμως ο Spawn την πήρε στην πλάτη του και συνέχισε να τρέχει. Όλοι οι άλλοι κοιτούσαν να σώσουν το τομάρι τους. Όλοι εκτός από έναν.
O Όρκας ζούσε το χειρότερο εφιάλτη του. Είχε δει αντίστοιχες σκηνές στον ύπνο του και πάντα έκανε την ίδια ενέργεια, που ποτέ δεν ολοκλήρωνε γιατί ξυπνούσε καταϊδρωμένος. Ήταν μοιραίο όμως να συμβεί. Αρπάζει το μπουκάλι της Coca Cola που έπινε ο Τζόε πριν, το σπάει στην άκρη της πισίνας και βυθίζει ότι απέμεινε στο λιπαρό λαιμό του. Ο απόλυτος τρόμος που τον είχε κυριεύσει, δεν τον άφησε να αισθανθεί καθόλου πόνο.Το ποτάμι αίματος αρχίζει να αλλάζει το χρώμα της πισίνας, μιμούμενο ένα αληθινό ποτάμι, από την πηγή στη θάλασσα. Με γουρλωμένα μάτια ο Όρκας κοιτάζει το τέρας να πλησιάζει με αργό βήμα προς το μέρος του και σχεδόν ακούει τη σκέψη του μέχρι να ξεψυχήσει ‘ Βοήθεια…’

Η παρέα μαζεύτηκε στο σπίτι του Τζοε (εκεί έκανε τις συναντήσεις συνήθως, ήταν απωθημένο από τότε που ο Κέρβερος δεν άφηνε κανέναν να μπει). Ο πανικός είχε υποχωρήσει από τους περισσότερους αν και ο φόβος είχε παραμορφώσει την έκφραση όλων. Μετά από δευτερόλεπτα σιωπής όπου ο ένας κοιτούσε τον άλλο, ο Τερατομάχος είπε
- Τι έγινε μόλις τώρα; Είναι δυνατόν;
- Ρε μήπως κάποιος μας έκανε πλάκα; Μήπως για να μας τρομάξει; είπε ο Δημήτρης, Ιδίως κάποιος που ξέρει τη φοβία του Όρκα για τους Λυκανθρώπους.
- Παιδιά… που είναι ο Όρκας; είπε η Βικτώρια που είχε τυλιχτεί με μία σημαία του Άρη για πού είχε ο Τζόε για να κρύψει τη γύμνια της. Άντε Αρειανάρα, σκέφτηκε ο Τζόε, αλλά μετά σοβάρεψε θυμούμενος το τι έγινε πριν, που στ’ αλήθεια κανένας δεν είχε χωνέψει ακόμα.
- Όχι ρε γαμώτο. Μάλλον έμεινε εκεί. Πάμε να δούμε.
- Που να πάμε ρε, εκεί έξω έχει Λυκάνθρωπο ρε, είσαι σοβαρός; Γκρίνιαξε ο Μακεδόνας. Είναι λίγο χέστης ο Μακεδόνας, αν και στις γυναίκες το παίζει ήρωας.
- Παιδιά, εγώ πάω, είπε ο Δημήτρης. Δε φοβάμαι ρε. Θα έρθει κανένας;
- Εγώ έρχομαι, είπε ο Μαιντανός.
- Κι εγώ, είπε ο Γιάννης, σαν πρόεδρος πρέπει να έρθω.
- Όλοι μαζί θα πάμε, όλοι οι άντρες, φώναξε αποφασιστικά ο Νίντζα. Περιμένετε να φέρω τα σπαθιά μου.
Έτσι λοιπόν όλοι ξεκίνησαν για την παιδική χαρά, κοιτώντας που και που ο ένας τον άλλο για να παίρνουν θάρρος. Φτάνοντας στην πισίνα, αντίκρισαν αυτό που όλοι φοβόνταν. Τον Όρκα με κομμένο το λαρύγγι μέσα σε μια πισίνα βαμμένη κόκκινη. Με πολύ κόπο λόγω των 140 κιλών του, τα παιδιά τράβηξαν το κουφάρι έξω από το νερό, όπου διαπίστωσαν κάτι που τους ανατρίχιασε, αλλά τους γέμισε και απορία. Ένα σταυρό χαραγμένο στο στήθος του νεκρού φίλου τους…
Την άλλη μέρα το πρωί συγκλήθηκε έκτακτη συγκέντρωση στην πλατεία του χωριού, όπου οι κάτοικοι έντρομοι ενημερώθηκαν για το περιστατικό. Ο Πρόεδρος τους ανήγγειλε πως έχει παραγγείλει όπλα για κάθε σπίτι του χωριού και προειδοποίησε να μη βγαίνει κανείς από το σπίτι μόνος του μόλις σκοτεινιάζει, αλλά όταν είναι ανάγκη να πηγαίνουν περισσότερα άτομα μαζί και με τα όπλα στο χέρι. Όλοι άκουγαν τον Γιάννη σιωπηλά και θλιμμένα, το μόνο που αναμειγνυόταν με τη φωνή του ήταν οι λυγμοί από την αδερφή του Όρκα, Γιούλη οχιά, αναμεμειγμένοι με ήχους σαν φςςςςςς, φςςςςςςς να βγαίνουν από το στόμα της. Το απόγευμα, όλοι πήγαν στην κηδεία του συγχωριανού τους, ενώ η είδηση του θανάτου του (όχι όμως και ο τρόπος που πέθανε) έκαναν το γύρο του κόσμου, με πολλές συλλυπητήριες επιστολές να καταφθάνουν από συγκροτήματα και μουσικούς όπως οι Iron Maiden, οι Helloween, οι Bon Jovi και ο Michael Jackson, προσωπικός φίλος του Όρκα. Μέσα στον τάφο του τοποθετήθηκε η αγαπημένη του κιθάρα, για να τον συντροφεύει στον άλλο κόσμο. Πολλοί στο μέλλον βέβαια θα ορκίζονταν πως όταν πήγαν στο νεκροταφείο να ανάψουν κερί, άκουγαν μια μελωδία να βγαίνει από τον τάφο του Όρκα.
Η Παρέα συνέχισε να πηγαίνει στο στέκι στην πισίνα. ο Γιάννης έβαλε Αλβανούς να την καθαρίσουν και τοποθέτησε ηλεκτροφόρα καλώδια γύρω από την παιδική χαρά που τα ενεργοποιούσε όταν μαζεύονταν όλοι εκεί. Η Βικτώρια είχε αγοράσει καινούργιο ολόσωμο μαγιό, ενώ η Ουρανίτσα δεν ξεκολλούσε από το πλευρό του Spawn που την έσωσε, παρόλο που αυτός έκανε μπάνιο με τη μπέρτα. Πέντε μέρες πέρασαν ήσυχα, χωρίς όμως να χαλαρώσει η επιφυλακή των χωριανών.
Την έκτη μέρα μετά την εμφάνιση του τέρατος, η Παρέα αποφάσισε να πάει για μπύρες στην Καλονή, το διπλανό χωριό, για να χαλαρώσει λίγο από το κλίμα των ημερών. Ο Μακεδόνας είχε πάρει καινούργιο αμάξι και ήταν μέσα στο άγχος, μιας και ήταν άσχετος οδηγός (κάτι που ανακούφιζε τη Βικτώρια, δεν ένιωθε μόνη στο θέμα αυτό). Επειδή φοβόταν να οδηγήσει παρακάλεσε το Δημήτρη να πάρει αυτός το τιμόνι. Έτσι 5 αμάξια γεμάτα ξεκίνησαν για την Καλονή. Με το που πάει να ξεκινήσει ο Δημήτρης όμως, αντιλαμβάνεται στο μεσαίο καθρέφτη να φαίνεται το βρακάκι της Αμαλίας, αδερφής του Γιωργάκη Εφιάλτη (αρχηγού της μικρότερης Παρέας), που φορούσε ένα σούπερ μίνι. Ο Δημήτρης θολωμένος και κολλημένος στο θέαμα δεν πρόσεξε το καρότσι του Βασίλη Μυρμήγκη, άντρα της θείας Όλγας (τα μικρά επειδή τον έβλεπαν συνέχεια με το καρότσι να κουβαλάει, τον βγάλανε Μυρμήγκη) και έπεσε πάνω του, βυθίζοντας τη λαμαρίνα του νέου αυτοκινήτου του Μακεδόνα. Ο Μακεδόνας μόλις το είδε ούρλιαξε και άρχισε να φωνάζει το Δημήτρη που έλεγε δικαιολογίες του τύπου ‘ήταν σκοτεινά κλπ΄. Σε κάποια στιγμή ο Μακεδόνας από το θυμό του είπε ‘εγώ δεν έρχομαι Καλονή’ και άρχισε να τρέχει κλαίγοντας προς το σπίτι του. ‘Αστον τον βλάκα’ είπε ο Δημήτρης, ‘θα του το φτιάξω το αμάξι. Πάμε Καλονή εμείς’.
O Μακεδόνας ήταν εκτός εαυτού κατέβαινε τρέχοντας την κατηφόρα για το σπίτι του. Και μέσα από τα θολωμένα από το κλάμα μάτια του, τον είδε μπροστά του. Ο Λυκάνθρωπος ήταν έξω από την αυλή του σπιτιού του και τον κοιτούσε με τα φλογισμένα μάτια του. Ο Μακεδόνας φρέναρε και με τρόμο άρχισε να τρέχει προς την ανηφόρα φωνάζοντας ‘Έλεος, έλεος!’. Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις που είπε. Την άλλη μέρα το πρωί τον βρήκε η θεία Φεβρονία κρεμασμένο από ένα δέντρο, ενώ δεν είχε πάνω του ούτε σταγόνα αίμα…
Ο Γιάννης κήρυξε στο Κυπαρίσσι κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Κανένας δεν έμενε μόνος του, ενώ οι μαμάδες κρατούσαν σφιχτά τα παιδιά τους στην αγκαλιά τους και δεν τα άφηναν να ξεμυτίσουν. Μόνο οι φωνές της γιαγιάς Ιουλίας ακούγονταν στο χωριό, να φωνάζουν ‘Νίκη, Λιάνα’ από το σπίτι κάτω, καθώς οι δύο κοπέλες έρχονταν στην πλατεία για να είναι κοντά στην Παρέα, όπου ένιωθαν περισσότερη ασφάλεια. Επιπλέον, η Νίκη γούσταρε τον Τερατομάχο.
Η κατάσταση όμως άρχισε να χειροτερεύει. Τα ελικόπτερα του Αλέκου έπαθαν μια ανεξήγητη βλάβη και δε μπορούσαν να πετάξουν, ενώ μια μέρα ο Δημήτρης κατεβαίνοντας προς τα Γρεβενά με τη νταλίκα για να πάρει προμήθειες, ακούγοντας τέρμα Μαριάνθη Κεφάλα, διαπίστωσε πως τα φρένα του ήταν μισοκομμένα και στο πρώτο δυνατό φρενάρισμα, σπάσανε. Η νταλίκα άρχισε να κατρακυλάει προς το γκρεμό και ευτυχώς το Σιόποτο, η αγαπημένη βρύση του Κυπαρισσίου, αλλά και οι επιδέξιοι χειρισμοί του έμπειρου νταλικέρη, σταμάτησαν το όχημα στο χείλος του γκρεμού, με το Τζημάκο να κάνει μια προσευχή στο Σταμάτη Γονίδη για τη σωτηρία του. Με το που γύρισε στο σπίτι ο Τζημάκος έμαθε τα νέα, πως το τηλέφωνο είναι κομμένο σε όλο το χωριό, ενώ τα κινητά δεν πιάνανε , όπως και χρόνια πριν, άσχετα αν η Τάσα ανέβηκε στη βρύση της πλατείας 100 φορές για επίκληση στο Θεό των Κινητών. Η Τάσα, μικρότερη ξαδέρφη του Μαϊντανού και του Γερμανού, είχε προσβληθεί από τη νέα ασθένεια των Κινητών, καθώς μετά από χρόνια εξαρτημένης χρήσης, ο εγκέφαλός της είχε παραμορφωθεί. Τα μικρά τη φωνάζανε άνθρωπο ελέφαντα, αυτή όμως παρά τη στενοχώρια της και την καταστροφή της ζωής της, δεν άφηνε το τηλέφωνο από τα χέρια. Ο συγχωρεμένος ο Μακεδόνας πάντως, γνωστός σαβουρογάμης, την τακτοποιούσε που και που, βάζοντας της μια σημαία της Μακεδονίας στο κεφάλι. Το σώμα της άλλωστε συνέχιζε να παραμένει ωραίο και το όργανο του Μακεδόνα όρθιο, μέχρι πρότινος βέβαια.
Ο αποκλεισμός του Κυπαρισσίου ήταν πια δεδομένος. Οι άντρες του χωριού, με πρωτοστάτη το Νίντζα και οπλισμένοι με όπλα, αλλά και θάρρος, έψαξαν το Λυκάνθρωπο σε κάθε σπιθαμή της περιοχής, αλλά μάταια. Και τα θύματα κάθε μέρα αυξάνονταν και πένθος είχε πέσει στο χωριό, καθώς όλοι είχαν χάσει δικούς τους ανθρώπους, οι οποίοι ανεξαιρέτως βρέθηκαν χωρίς σταγόνα αίμα πάνω τους. Και όπως παρατηρήθηκε, ο θάνατος επισκεπτόταν το χωριό μόνο το βράδυ και όλοι ξυπνούσαν το πρωί με το φόβο πως δε θα βρουν αγαπημένα τους πρόσωπα ζωντανά, παρά τα μέτρα που είχαν ληφθεί. Κι αυτό ήταν το πιο ανεξήγητο όλων. Άτομα που κοιμόνταν με τα συγγενικά τους πρόσωπα και με κλειδωμένες πόρτες και παράθυρα, βρίσκονταν νεκροί την άλλη μέρα, χωρίς να παρατηρούνται σπασμένες η παραβιασμένες κλειδαριές. Ο φόβος άρχισε να γίνεται τρόμος και παραφροσύνη και κανένας δεν ήξερε αν ζει την επόμενη μέρα.
Στο συμβούλιο που έγινε με όλο το χωριό παρών, αποφασίστηκε τα βράδια να κοιμούνται όλοι μαζί στο σχολείο, ένα από τα κοσμήματα του χωριού που χωρούσε κάπου 500 παιδιά μετά από αναπαλαίωση και επέκταση που του είχε γίνει από τη στιγμή που επέστρεψε ο πολύς κόσμος στο χωριό. Τη μέρα όλοι θα μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα στο χωριό, με την προϋπόθεση πως δε θα κυκλοφορούσε κανένας μόνος του, ενώ όλοι θα είναι οπλισμένοι.
Τα βράδια ξαφνικά απέκτησαν άλλο χρώμα με τη συνύπαρξη όλων των Κυπαρισσιωτών, καθώς οι κουβέντες που στήνονται, τα παιχνίδια όπως Παντομίμα, Σπασμένο Τηλέφωνο, Θάρρος ή Αλήθεια, έδωσαν άλλο χρώμα και έκαναν τους χωριανούς να ξεχνιούνται για λίγο. Επίσης, αναπτύχθηκαν νέα ειδύλλια, πχ. Αμαλία Ξαδέρφη Μαϊντανού με Πύραυλο, Ευγενία με Στήβεν, Τερατομάχος με Λιάνα (έσκασε η Νίκη). Για 10 περίπου μέρες δεν υπήρξε ούτε ένα θύμα.
Ένα βράδυ που οι περισσότεροι κοιμήθηκαν, μείνανε ξύπνια 2 από τα παιδιά της Παρέας. Ο Πύραυλος προκάλεσε κλασσικά το Τζόε, λέγοντάς του ότι είναι άσχετος στη Βίδα, κάτι που πάντα τον νευρίαζε.
- Άσε ρε Πύραυλε βλάκα. Για πλάκα σε έχω.
- Εδώ δεν είναι στοίχημα με στημένα ματς, θέλει να ξέρεις, απάντησε ο Πύραυλος. Κι εσύ τόσα χρόνια είσαι άχρηστος, δεν έμαθες να παίζεις.
- Ρε, δεν έχω τράπουλα να σε παίξω καμιά μονομαχία με στοίχημα ό,τι θές.
- Γλύτωσες, συνέχισε να προκαλεί ο Πύραυλος.
- Πάω ρε σπίτι να φέρω τράπουλα, να σε σκίσω Παλιοπύραυλε.
- Κάτσε ρε στα αυγά σου. Χαζός είσαι;
Ο Τζόε όμως δε σήκωνε αστεία στο θέμα αυτό. Περίμενε να πάει ο Αλέκος για κατούρημα, σηκώθηκε, ξεκλείδωσε την πόρτα και έφυγε στο σκοτάδι να πάει στο σπίτι του να φέρει τράπουλα, τυφλωμένος από την επιθυμία να σκίσει τον Πύραυλο. Τρέχοντας λοιπόν μπήκε στο σπίτι του, αφήνοντας βλακωδώς την πόρτα ανοιχτή. Αφού διάλεξε μια από τις 3.000 τράπουλες που είχε στο σπίτι του (οι 2,999 σημαδεμένες) κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Εκεί, βρήκε κάποιον να τον περιμένει και δεν ήταν άνθρωπος. Όχι τουλάχιστον 100%. Η βαριά ανάσα του τέρατος έκανε τις μπούκλες του Τζόε να σηκωθούν τόσο, που το μαλλί του έγινε ίσιο. Το τέρας πλησίασε με αργά βήματα προς τον κοκαλωμένο Τζόε. Στο ένα μέτρο όμως πάγωσε, κοιτώντας την τράπουλα. Σηκώνοντας τα μάτια του προς το θύμα του, άπλωσε το χέρι του και από κόκαλο ο Τζοε έγινε πέτρα. Το χέρι είχε 3 δάχτυλα αντί για 5. Έλλειπε ο δείκτης και ο αντίχειρας. Η επόμενη κίνησή του με όσο θάρρος είχε, ήταν να αφήσει την τράπουλα στο ελλιπές χέρι του Λυκανθρώπου, ενώ το μυαλό του έβραζε από τις σκέψεις. Το ον παίρνοντας αδέξια την τράπουλα, και δείχνοντας να πραγματοποιεί μια απίστευτη πάλη με τον ίδιο του τον εαυτό, προχώρησε προς το τραπέζι με την πράσινη τσόχα και άρχισε να χτυπά ένα ένα τα χαρτιά πάνω της βγάζοντας άναρθρες θυμωμένες και ακατάληπτες κραυγές. Ο Τζόε δεν έχασε ευκαιρία και άρχισε να τρέχει. Μέχρι να φτάσει στο Σχολείο, νόμισε πως διέσχισε 100 χιλιόμετρα. Κοιτώντας όμως κάθε τόσο πίσω, δεν είδε κανέναν να τον ακολουθεί, ενώ στη μέση της απόστασης άκουσε από το σπίτι του ένα απόκοσμο ουρλιαχτό, που του έδωσε με μια αίσθηση θλίψης.
Μπαίνοντας στο Σχολείο ο Τζόε, ξύπνησε όλη την Παρέα αλαφιασμένος.
- Τι έγινε ρε και μας ξυπνάς; Είπε ο Μαϊντανός μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Μαζευτήκατε για τσίπουρα;
- Σήκω ρε! Φώναξε ο Τζόε. Πάμε όλοι στην αίθουσα των καθηγητών./
- Τι έπαθε ρε το μαλλί σου, γιατί είναι ίσιο; Που το βρήκες το κομμωτήριο βραδιάτικα; Ρώτησε αγουροξυπνημένος ο Γερμανός.
- Μη την ψάχνεις, απάντησε ο Τζόε. Όλοι μέσα ρε, άντε.
Αφού σταμάτησε κάπως να λαχανιάζει και με όλη την Παρέα να έχει το βλέμμα της πάνω του προσπαθώντας να ξυπνήσει, έριξε τη βόμβα.
- Θα σας φανεί απίστευτο, αλλά ξέρω ποιος είναι ο Λυκάνθρωπος.
- Καλά ρε Ανούλα Νάνε, μας ξύπνησες για να μας πεις μαλακιες; γκρίνιαξε ο Γιάννης.
- Μιλάω σοβαρά. Ο Λυκάνθρωπος είναι……ο Θύμιος!
- Καλά ρε βλάκα, τέτοια όνειρα βλέπεις; τον χλεύασε ο Τιγκανα (καλά που βρέθηκε αυτός εκεί;)
- Παιδιά ακούστε τον, είπε ο Αλέκος με σοβαρότητα. Έφυγε μέσα στο σκοτάδι, βγήκε μόνος του έξω και γύρισε έτσι.
- Κατ’ αρχήν έχει κανένας λαστιχάκι για τα μαλλιά; Ρώτησε ο Τζόε, που τα κοντοκουρεμμένα μπουκλωτά μαλλιά του είχαν ισιώσει, φτάνοντας μέχρι τη μέση.
- Πάρε το δικό μου, είπε ο Spawn
- Πες ρε, τι Θύμιος μας λες;
- Παιδιά, πήγα να πάρω μια τράπουλα από το σπίτι να σκίσω τον Πύραυλο στη Βίδα. Εκεί είδα το Λυκάνθρωπο. Με πλησίασε και είδα το χέρι του με τα 3 δάχτυλα, μετά μου πήρε την τράπουλα και άρχισε να χτυπάει τα χαρτιά φωνάζοντας, όπως ο Θύμιος στο καφενείο.
- Ρε ο Θύμιος πέθανε πέρυσι από καρδιά, γιατί τα αγόρασε και πήγε καπό, δε θυμάσαι;
- Ναι, αλλά σου λέω ήταν αυτός. Ποιος άλλος θα μπορούσε να είναι;
- Έχω ακούσει νεκρούς να γινονται ζόμπι μετά θάνατον, αλλά όχι και Λυκάνθρωποι! Είπε ο Μαϊντανός. Πρώτα βλέπουμε Λυκάνθρωπο που πίνει αίμα, ενώ είναι γνωστό πως μόνο οι Βρυκόλακες πίνουν. Τώρα, ο Λυκάνθρωπος είναι και νεκρός από πάνω.
- Πάμε στο σπίτι του Θύμιου τώρα! Φώναξε ο Τζημάκος.
- Κάτσε κάτω ρε Gladiator, είπε ο Πύραυλος. Αύριο θα πάμε. Και σ’αυτό όλοι συμφώνησαν.
-
-
- Την άλλη μέρα λοιπόν πρωί πρωί, μετά από μια άγρυπνη νύχτα γεμάτη εικασίες και σκέψεις πάνω στο νέο δεδομένο και χωρίς να πουν τίποτα σε κανέναν για να μη πανικοβάλλουν τους άλλους, οι άντρες της Παρέας οπλίστηκαν σαν αστακοί και ξεκίνησαν για το σπίτι του Θύμιου. Το σπίτι ήταν κλεισμένο από πέρσι παρ’ όλα αυτά το έδαφος της αυλής φαινόταν πατημένο. Τα παιδιά κοιτάχτηκαν κάνοντας όση ησυχία μπορούσαν. Η στιγμή έμοιαζε να έχει παγώσει καθώς οι οπλισμένοι άντρες, κρατώντας τις ανάσες τους πλησίαζαν την πόρτα. Ο Τζόε τότε έκανε νόημα στο Μαιντανό δείχνοντας του δίπλα σε ένα θάμνο ένα αναποδογυρισμένο χαρτί.
- Ρε, αυτό είναι από την τράπουλά μου! Του ψιθύρισε.
- Έλα ρε!
- Τι χαρτί είναι; ρώτησε ο Τζόε.
- 32ρα ή 52ρα τράπουλα; ρώτησε ο Μαιντανός.
- 32ρα.
- Άσσος Κούπα
-Εγώ λέω Ρήγας Καρώ.
- Τι στοίχημα;
- Τη μπλούζα της Ρεάλ, είπε ο Τζόε που ήθελε πολύ αυτή τη μπλούζα.
- Οκ, εγώ θέλω το μαγιώ της Βικτώριας που πήγες και το μάζεψες τότε με τον Όρκα.
- Άντε καλά.
Σηκώνοντας το χαρτί, ο Μαιντανός διαπίστωσε για άλλη μια φορά την κολοφαρδία του Τζόε. Ρήγας Καρό.
- Καλά ρε είστε ηλίθιοί; Κάντε ησυχία! ψιθύρισε νευρικά ο Γερμανός.
Την ώρα που το έλεγε αυτό, ο Νίντζα με μια πολεμική κραυγή δίνει μια κλωτσιά στην πόρτα για να σπάσει. Αυτή όμως παρέμεινε στη θέση της κάνοντας έναν δυνατό θόρυβο. Τη ώρα που ο Νίντζα έπιανε το πονεμένο πόδι του, ο Τζημάκος γύρισε το χερούλι και είδε πως η πόρτα ήταν ανοιχτή. Αυτό που αντίκρισαν ήταν ο Θύμιος καθισμένος σε μια καρέκλα με την τράπουλα στα χέρια να τους κοιτάζει θλιμμένος.
- Μη κουνηθείς! Φώναξε ο Γιάννης. Χωρίς αυτός να μιλήσει καθόλου και με όλα τα όπλα στραμμένα πάνω του, ακολούθησε την παρέα στο Σχολειό.
Με το που τον είδα ν οι χωριανοί πάγωσαν. Όλοι τον είχαν για νεκρό.
- Δεν είναι νεκρός όπως ξέραμε. Είναι ζωντανός. Και μάλιστα…είναι ο Λυκάνθρωπος, είπε ο Τζόε.
Αφού ο Γιάννης κατάφερε να σταματήσει τις φωνές και τις διαμαρίες του κόσμου, γύρισε στο Θύμιο και του είπε: Μίλα! Και αυτός άρχισε να μιλάει…
- Όπως ξέρετε, πέρυσι πέθανα από καρδιά. Όμως αναστήθηκα. Και όχι ακριβώς σαν άνθρωπός. Όπως πλέον όλοι ξέρετε, τα βράδια γίνομαι Λυκάνθρωπος.
- Και σκοτώνεις τους συγχωριανούς σου τέρας! Έχασες τελείως τα αισθήματά σου; φώναξε αγανακτισμένη η Σόφη, αδερφή του Τερατομάχου (να κι αυτή!)
- Δε φταίω εγώ για όλα αυτά. Και δε σκότωσα οικειοθελώς κανέναν. Άλλος ευθύνεται για την κατάστασή μου.
- Ποιος ρε, λέγε!
- Αυτός που επωφελείται από την κατάσταση αυτή είναι….ο Μάνος και η γυναίκα του!
- Τι λες ρε, ο θείος; Ψεύτη! Είπε κάποιος από τη μάζα (δεν ξέρω ποιος γιατί δεν ξέρω τα σόγια του Μάνου).
- Ακούστε με και μετά κρίνετε. Ο Μάνος και η Γυναίκα του είναι Βρυκόλακες και μάλιστα πολύ υψηλόβαθμοι στην ιεραρχία. Καλά δε σας φαίνεται περίεργο που τα τελευταία 40 χρόνια δεν έχουν γεράσει καθόλου; O Μάνος και η γυναίκα του τρέφονταν από αίμα ζώων και κατάφερναν άνετα να σβήσουν τη δίψα τους και να διατηρήσουν τη ζωτικότητά τους. Όμως με τις πλανητικές αλλαγές διαταράχθηκε η αύρα τους και πλέον δεν καλύπτονται με τα ζώα. Θέλουν αίμα, ανθρώπινο και φρέσκο. Έτσι πρέπει να σκοτώνουν ανθρώπους. Όμως δεν αρκεί ο άνθρωπος από τον οποίο θα τραφούν, να είναι νεκρός, πρέπει να πεθάνει βίαια, έτσι ώστε να απελευθερωθεί ο ψυχισμός του απότομα, αλλά να παραμείνει γύρω από ο σώμα του. Κάτι σαν τις τσιγαρίδες από το γουρούνι που τρώμε τα Χριστούγεννα. Οι Μάνοι μπορεί να είναι εμφανές πως είναι βρικόλακες από τη μορφή τους, όμως επειδή τους έχουμε συνηθίσει εδώ στο χωριό, κανένας δεν τρομάζει, πόσο μάλλον να πεθάνει από το φόβο. Εδώ μπαίνει η δική μου ιστορία. Όταν ήμουν στη Ρωσία, σε μια στέπα που είχα πάει για κυνήγι, με δάγκωσε ένας λύκος. Το τραύμα επουλώθηκε και δεν είχα καμία παρενέργεια. Τότε είχα συναντήσει το Μάνο στη Ρωσσία που είχε έρθει για ταξίδι και του είπα την ιστορία. Έτσι λοιπόν, μόλις πέθανα, οι Μάνοι με ξέθαψαν και με νεκρομαντία με ανέστησαν, όμως πριν με αναστήσουν ενεργοποίησαν το DNA του λύκου από τα ελάχιστα μόρια του που είχαν παραμείνει στο σώμα μου μετά το δάγκωμα και με έκαναν Λυκάνθρωπο. Έτσι λοιπόν το βράδυ μόλις μεταμορφώνομαι σε Λυκάνθρωπο, με mind control με αναγκάζουν να βγαίνω παγανιά και όποιον συναντάω να προσπαθώ να τον κάνω να πεθάνει από φόβο. Όσο και να προσπάθησαν δεν κατάφεραν να με κάνουν να σκοτώνω, καθώς παρά τον έλεγχο του νου μου δε μπορούν να νικήσουν την Ανθρωπιά. Μόλις λοιπόν το θύμα πεθαίνει, έρχονται και αναλαμβάνουν, στραγγίζοντάς το από αίμα. Και αν απορείτε πως πολλοί πέθαναν ενώ ήταν κλειδωμένοι στα σπίτια, με έλεγχο του νου τους οδηγούσαν έξω χωρίς να τους πάρει κανείς είδηση. Αυτή είναι η κατάσταση. Είμαι ένα τραγικό ον και θέλω να ξαναγυρίσω στο θάνατο.
Αποσβολωμένοι οι χωριανοί τον παρακολουθούσαν να κάνει τις φοβερές αυτές αποκαλύψεις. Ο πρώτος που μίλησε ήταν ο Γερμανός.
- Τη μέρα όμως είσαι άνθρωπος. Πως αντέχεις την ύπαρξή σου; Πως αντέχεις που εξ’ αιτίας σου πέθαναν τόσοι συγχωριανοί σου; (σιγά μη τα έλεγε αυτά ο χωριάτης ο Γερμανός βέβαια)
- Δε μπορώ. Με κρατάνε με το μπουρλότ. Κάθε μέρα έρχονται στο σπίτι και με παίζουν μπουρλότ και μάλιστα κάθονται και χάνουν. Και μου δίνουν και σοκοφρέτα μετα. Κι αυτό ήταν και είναι το νόημα για μένα, το μόνο που μου δίνει χαρά. Να κερδίζω στο μπουρλότ και να έχω στα χέρια μου έπαθλο τις σοκοφρέτες.
- Γι αυτό δεν είχε ποτέ σοκοφρέτες στο καφενείο, είπε ο Αλέξανδρος (;;;;;;). Τις παίρνατε όλες εσείς έ;
- Άσε τις σοκοφρέτες. Κινδυνεύετε όλοι. Οι Μάνοι διαβάζουν το μυαλό μου και ήδη ξέρουν ότι με βρήκατε. Και προκειμένου να μείνουν νηστικοί, δεν το έχουν σε τίποτα να έρθουν εδώ. Και δε μπορείτε να τους σταματήσετε με όπλα. Σταματάνε τις σφαίρες με τη σκέψη. Είναι παντοδύναμοι. Δεν ξέρω τι μπορεί να τους σταματήσει, πάντως εγώ δεν ξέρω τίποτα τέτοιο.

Έπρεπε λοιπόν να ληφθούν αποφάσεις, αν και ήταν πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσουν όλοι τι γίνεται. Μετά από καμιά ώρα διαβουλεύσεων, παρουσία του Θύμιου, ο Γιάννης πήρε το λόγο.

- Συγχωριανοί, είμαστε σε κατάσταση επιφυλακής. Ευτυχώς όμως έχουμε κάποια πλεονεκτήματα. Έχουμε τροφή για πολύ καιρό ακόμα, αλλά και ένα απόρθητο κτίριο. Όταν φτιάξαμε το σχολείο, το κάναμε ανθεκτικό ακόμα και σε βόμβες, έχει επένδυση από ατσάλι και αλεξίσφαιρα τζάμια. Θα μείνουμε μέσα, μαζί με το Θύμιο βέβαια, με την ελπίδα πως κανένας δε θα πεθάνει από φόβο, μιας και όλοι ξέρουμε πλέον την κατάσταση και ότι ως Λυκάνθρωπος δεν πρόκειται να επιτεθεί σε κανέναν. Απλά θα τον κλείσουμε σε ένα ξεχωριστό δωμάτιο. Στο εργαστήριο του σχολείου έχει κάμποσα υλικά και τα αδέρφια Μαρτζέλη θα προσπαθήσουν να φτιάξουν έναν πομπό τα στείλουμε μήνυμα για να έρθουν για βοήθεια. Ελπίζω αυτό να γίνει γρήγορα. Πάμε όλοι μέσα, τώρα. Γερμανέ, δώσε μου τα κλειδιά….
Αλλά πουθενά ο Γερμανός. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε θόρυβος από τους θάμνους. Με τρόμο γύρισαν όλοι να κοιτάξουν. Αντί όμως για βρικόλακα, είδαν το κεφάλι του Γερμανού να προβάλλει αναμαλλιασμένο.
- Με φώναξες;
- Έλα εδώ ρε βλάκα, φέρε τα κλειδιά!
- Ε, περιμένε λίγο ρε να τελειώσω!
- Τι να τελειώσεις ρεεε:
Εκείνη τη στιγμή ξεπρόβαλλε από τους θάμνους ένα δεύτερο κεφάλι, αυτό της Μπέτυς, αδερφής του Τζημάκου (καλά μόλις παντρεύτηκε ρε. Δεν πειράζει, ιστορία είναι). Ρε Μπέτυ τι κάνεις εκεί; Φώναξε ο Τζημάκος.
- Μη φωνάζεις ρε, με αγκάλιασε προηγουμένως γιατί φοβήθηκε, και φτιαχτήκαμε οπότε καταλαβαίνεις. Ε, άμα είναι να πεθάνουμε, ας πεθάνουμε χορτάτοι, απολογήθηκε ο Γερμανός.
- Γερμανε, φέρε τα κλειδιά γιατί θα γίνει χαμός, είπε ο Γιάννης νευρικά.
Με δυσφορία ο Γερμανός ντύθηκε και είπε στη Μπέτυ
- Θα συνεχίσουμε άλλη στιγμή μωρό (δεν το κάνανε τελικά Τζημάκο, να μη λες)
Έτσι λοιπόν μπήκαν όλοι μέσα στο Σχολείο, όπως αποφασίστηκε. Ο Μαϊντανός ψιθύρισε στο αυτί του Γιάννη
- Μόνο από αυτή την πόρτα έχει έξοδο;
- Όχι. Έχει και ένα μικρό πορτάκι από την πίσω πλευρά για ώρα ανάγκης, αλλά αυτό δε χρειάζονται να το ξέρουν οι άλλοι.
Στις επόμενες ώρες όλοι προσπαθούσαν να χωνέψουν τις εξελίξεις, ενώ διάφορα πηγαδάκια είχαν δημιουργηθεί για συμπαράσταση των πιο θαρραλέων στους πιο φοβισμένους. Ο Πύραυλος έστειλε το Τζόε στο δωμάτιο που ήταν κλεισμένος ο Θύμιος για να παίξουν μπουρλοτ και να τον ηρεμήσει λίγο, αλλά αν και του είπε να κάτσει να χάσει, αυτός δεν άντεξε, καθώς δε μπορεί να χάνει, και κέρδισε κάνοντας το Θύμιο ακόμα πιο θλιμμένο.
Ήρθε η ώρα του φαγητού και όλοι μαζεύτηκαν στην κεντρική αίθουσα. Ο Γιάννης, θέλοντας να τονώσει το ηθικό και να ανεβάσει την ψυχολογία των άλλων, είπε
- Ούτε σε 100 χρόνια δε θα μπουν οι βρικόλακες εδώ, μη μασάτε. Το έχτισε ο Βασιλάκης το Μυρμήγκι (όποιοι ξέρουν, ξέρουν), ο κορυφαίος μάστορας του πέρασε από το χωριό. Είμαστε απόλυτα ασφαλείς εδώ.
- ΜΗΝ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΣΙΓΟΥΡΟΣ!!!!!!!

Η φωνή που ακούστηκε παρά λίγο να αφήσει στον τόπο τους μισούς στην αίθουσα. Ήτνα μια φωή βγαλμένη από στόμα δύο ατόμων, αλλά απόλυτα εναρμονισμένη σε αυτό που έλεγαν, σαν μία φωνή πραγματικά. Όλοι γύρισαν ξαφνιασμένη προς το μέρος της για να αντικρύσουν αυτό που φοβόνταν. Οι Μάνοι στέκονταν στο κατώφλι της αίθουσας, με ένα χαιρέκακο χαμόγελο στα χαλαρά χείλη τους, χείλη που όλες οι μπάμπες έχουν παρόμοια στο χωριό και μας φιλάνε με σάλιο.
- Μα πως έγινε αυτό, από πού μπήκατε; Φώναξε ο Γιάννης.
Οι δύο φωνές σε μία αποκρίθηκαν ταυτόχρονα, ένα φρικιαστικό ντουέτο που έμοιαζε να έχει κάνει εκατομμύρια πρόβες.
- Έχετε κάποια άτομα εδώ που μας αγαπάνε, χαχαχα, και κοίταξαν προς τα πίσω, όπου τους ακολουθούσε ο Γιωργάκης ο Εφιάλτης. Το παλικάρι από εδώ μόλις έμαθε τα νέα από το Θύμιο, ξεγλύστρησε και μας είπε τον τρόπο να μπούμε εδώ μέσα, με αντάλλαγμα να τον αφήσουμε να ζήσει. Το μυστικό πορτάκι. Έπιασαν τόπο τα μεροκάματα όταν δούλευε για το Βασιλάκη το Μυρμήγκι. Έτσι, να ‘μαστε!! Όμως επειδή μας άνοιξε η όρεξη με όλα αυτά, θα ξεκινήσουμε το τσιμπούσι ΜΕ ΟΤΙ ΕΧΟΥΜΕ ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ ΜΑΣ!!! Το τελευταίο το είπαν τόσο άγρια και τόσο τρομακτικά γυρνώντας απότομα στον Εφιάλτη, έτσι αυτός έμεινε στον τόπο. Ο Μάνος τότε του έπιασε το κεφάλι και με υπεράνθρωπη δύναμη το ξεκόλλησε, το σήκωσε ψηλά και άρχισε να χύνει το αίμα στο στόμα του και στης γυναίκας του, δείχνοντας να το απολαμβάνει. Πετώντας το κεφάλι στην άκρη, οι δύο Βρικόλακες άρχισαν να μιλούν και πάλι ταυτόχρονα.
- Επιτέλους ήρθε η ώρα ανθρωπάκια, να εκπληρώσετε τη μοίρα σας, να γίνετε η τροφή μας. Άλλωστε δε σας αξίζει να ζείτε, σιχαμένα πλάσματα. Υπάρχουν τόσα διαφορετικά μέρη τον κόσμο να δείτε, τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι να γνωρίσετε, τόσες διαφορετικές καταστάσεις να βιώσετε, αλλά εσείς είστε προσκολλημένοι στο βρωμερό χωριό σας, με τις καθημερινές μικρουποθέσεις σας και τα μίζερες δουλειές σας, νομίζοντας ότι είστε σπουδαίοι. Και κρατάτε κι αυτές τις κολογιορτές σας και τα πανηγύρια σας, κι εμείς αναγκαζόμαστε να ερχόμαστε συνεχώς για να μη μας πάρουν πρέφα τα σόγια. Είχαμε όνειρο να εξολοθρεύσουμε αυτό το χωριό, αλλά δε θέλαμε να αποκαλυφθούμε. Όμως τώρα που αναγκαζόμαστε, θα το κάνουμε με μεγάλη ευχαρίστηση. Χα, χα και τι ειρωνεία! Κλεισμένοι εδώ μέσα σαν κότες στο κοτέτσι που περιμένουν να γίνουν ψητές! Δεν έχετε καμία ελπίδα, κανένα τρόπο να μας νικήσετε. Αποδεχτείτε λοιπόν τη μοίρα σας!!!
- Μια στιγμή, εφώναξε ο Γερμανος. Πριν κάνετε οτιδήποτε, θέλω να σας πω κάτι στο αυτί.
- Τι μπορείς να μας πεις ανόητε; Είπαν οι φωνές.
Ο Γερμανός πλησίασε και ψιθύρισε κάτι. Αμέσως οι δύο Βρικόλακες ταράχτηκαν και αν είχαν χρώμα, θα το έχαναν.,
- Λοιπόν παιδιά, χαρήκαμε που τα είπαμε, αντε καλά να περνάτε, θα τα πούμε στο επόμενο πανηγύρι, γεια γειά! Και αποχώρησαν ταραγμένοι.
Μετά από 4-5 λεπτά σιωπής, ο Τερατομάχος είπε
-Τι έγινε ρε παιδιά; Τι σκατά έγινε; Τι τους είπες ρε;;;;
- Άσε μη την ψάχνεις! Είπε ο Γερμανός. Μπέτυ, πάμε να συνεχίσουμε αυτό που αφήσαμε στη μέση πριν;
- Ήρωά μου! Απάντησε η Μπέτη, αφήνοντας το Γερμανό να την σηκώσει στα χέρια του προχωρώντας προς το ηλιοβασίλεμα.
- Να έρθω κι εγώ, να έρθω κι εγώ;;; Τι άντρας! Φώναξαν πολλές από τιςε γυναίκες εκεί μέσα, ακόμα και η Τάσα.
Ο Γερμανός αγέρωχος πήγε να τελειώσει τη δουλειά. Το άξιζε άλλωστε και με το παραπάνω….

- Πέρασε μια εβδομάδα ήδη ρε από το Γεγονός (έτσι θα έλεγαν πια τη μέρα που συνέβησαν όλα τα παραπάνω), είπε η Ουρανίτσα, πλατσουρίζοντας στην πισίνα, πειράζοντας το Μαϊντανό με το ξύλινο πόδι της.
- Το πιστεύατε πως θα είμαστε και πάλι όλοι μαζί εδώ φυσιολογικά; Είπε ο Πύραυλος.
- Ναι ρε, απίστευτο. Και έχουμε πλέον και Λυκάνθρωπο στο χωριό. Τώρα που δεν έχει τον έλεγχο του νου του από τους Βρικόλακες, είναι ακίνδυνος, μένει να τον συνηθίσουμε, είπε ο Σπύρος από τη Βίλλα (!!!)
- Είδατε τις καινούργιες φανέλες του Κυπαρισσίου στο ποδόσφαιρο που κάναμε; Με σήμα το Λυκάνθρωπο που τρώει ένα Κυπαρίσσι, είπε ο Τζόε.
- Καλά ρε παράγκα, πως καταφέρατε να βάλετε τους αγώνες του Κυπαρισσίου μεταμεσονύχτια; Ρώτησε ο Γιάννης
- Ρε θα ξεκινάμε στον αγώνα το Θύμιο βασικό και θα βλέπουν όλοι που είναι γέρος και θα τον υποτιμούν. Όμως μετά θα γίνεται Λυκάνθρωπος και θα τους κερδίζει. Θυμάσαι το Teen Wolf την ταινία;
- Ρε Γερμανέ, θα μας πεις τελικά τι είπες στους Μάνους και γλυτώσαμε; Ρώτησε ο Τζημάκος.
- Δε λέω ρε είπαμε!
- Έλα ρε Γιώργο, πες μας! Είπε η Βικτώρια, χαϊδεύοντας τον κάτω από το νερό.
- Άντε καλά. Τους είπα λοιπόν πως μπορεί να είναι παντοδύναμοι Βρυκόλακες, αλλά ξέρω το μυστικό τους. Έχουν ακράτεια!
- Και με αυτό ρε έφυγαν; Πλάκα μας κάνεις; Και που το ήξερες εσύ;
- Οι Μάνοι δυσκολεύτηκαν πολύ να ανέβουν στην ιεραρχία των βρικολάκων, περνώντας την εικόνα πως είναι άτρωτοι. Τους είπα λοιπόν πως όλοι θα μάθουν για το μυστικό τους στη Λέσχη και μάλλον θα τους διώξουν. Εγώ έμαθα για την ακράτεια από τη Φιλιππινέζα που δούλευε γι’ αυτούς, όταν την πηδούσα.
- Καλά ρε, αφού ήμασταν αποκλεισμένοι, πως θα το μάθαιναν;
- Τους είπα ότι έστειλα το Γιαννάκη της αδερφής μου το γιο στις εγκαταστάσεις του Διονύση με τα πουλιά, με αποστολή να ετοιμάσει χαρτάκια με το μήνυμα αυτό και να τα βάλει στα 500 ταχυδρομικά περιστέρια που έχει ο Διονύσης. Αν λοιπόν δεν έφτανα σε 2 ώρες εκεί, ο Γιαννάκης θα έστελνε τα ταχυδρομικά περιστέρια προς όλες τις κατευθύνσεις!
- Ωωωωω!!!
- Αλήθεια είναι η έτσι το είπες;
- Αλήθεια ρε! Απλά δεν ήξερα αν ο Γιαννάκης προλάβαινε να τα κάνει όλα αυτά.
- Καλά ρε, έχουμε ταχυδρομικά περιστέρια και δεν τα στέλναμε τόσο καιρό που ήμαστε αποκλεισμένοι; Κι εσύ που ήξερες για τη Λέσχη των Βρικολάκων, αφού δεν ήξερες πως οι Μάνοι είναι Βρικόλακες. Και πως γίνεται και σε γουστάρουν όλες οι γυναίκες; ρώτησε ο Πύραυλος.
- Ρε παιδιά, σε 2 μέρες γράφτηκε το σενάριο, το θέλατε κι εσείς να μην έχει κενά; Εδώ υπερπαραγωγές του Hollywood και έχουν κάτι τεράστια κενά!
- Χαχαχαχαχα
Φοιτητικό ροκ χαζοτράγουδο
Τίτλοι Τέλους

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2007

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2007

ΦΟΒΕΡΟ ΒΡΑΔΥ



Τέτοιες βραδιές πρέπει να κάνουμε στο χωριό μας... Ευτυχώς κάποιοι ξύπνησαν. Με φόντο τις σημαίες. Σύντομα θα παραθέσω φοτο ντοκουμέντο αναφορικά με τις σημαίες...
Πραγματικα πολυ δυνατή βραδιά με "γκεστ" την άφιξη του Αλέκου πραγματικά σαν... πύραυλος από Χαλκιδική...

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2007

ΗΤΑΝ ΟΛΑ ΤΟΣΟ ΩΡΑΙΑ!!!

Ήταν όλα τόσο όμορφα... Περάσαμε τόσο ωραία. Από που να ξεκινήσω και που να τελειώσω... Το κολάζ του τερατομάχου τα λέει όλα... Ήταν πραγματικά ένα παραμύθι... Αυτά που μας ενόχλησαν έχουμε νομίζω το χρόνο να τα συζητήσουμε όλη τη χρονιά μέχρι την επόμενη συνάντηση στο χωριό...

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2007

ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ!!!

Αδέρφια είμαι ακόμα διακοπές και επιστρέφω Δευτέρα. Έχουμε να πούμε πολλά για το καλοκαίρι που περάσαμε στο χωριό και όχι μόνο. Προς το παρών σας έχω μια φωτο και τα σχόλια είναι δικά σας. Έτσι απλά για να μην μας δουλεύουν κάποιοι...
Σύντομα κοντά σας και πάλι με πολλά καυστικά σχόλια για διάφορα θέματα του αγαπημένου μας χωριού... Καιρός να πάρουμε τη δύναμη του χωριού στα χέρια μας.

Δε νομίζετε;;;